- ἔξηβος
- ἔξηβοςpast one's youthmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έξηβος — ἔξηβος, ον (Α) αυτός που πέρασε την ηλικία τού εφήβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ηβός, πρβλ. έφ ηβος] … Dictionary of Greek
ἔξηβον — ἔξηβος past one s youth masc/fem acc sg ἔξηβος past one s youth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξήβοις — ἔξηβος past one s youth masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας … Dictionary of Greek